Μετάφραση από το σχετικό άρθρο τον ιστότοπο, History of Economic Thought.
O μερκαντιλισμός είναι ένα οικονομικό δόγμα που επικράτησε σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης κατά τον 17ο και 18ο αιώνα. Ο μερκαντιλισμός ανήκει στην ‘προϊστορία’ των οικονομικών, προτού γίνουν ανεξάρτητο επιστημονικό πεδίο.
Τα δόγματα του μερκαντιλισμού διαρθρώθηκαν από μια ανομοιογενή ομάδα δημοσιογράφων, κυβερνητικών αξιωματούχων, εμπόρων και περιστασιακών συγγραφέων. Τα κίνητρά τους να γράφουν για οικονομικά θέματα υποκινούνταν λιγότερο από μια προσπάθεια να ‘κατανοήσουν’ πώς λειτουργεί η οικονομία και περισσότερο από το να συμβάλουν σε επείγουσες πολιτικές συζητήσεις της εποχής. Φυσικά, οι διάφορες χώρες αντιμετώπιζαν διαφορετικές προκλήσεις. Δεδομένου ότι απευθύνονταν στις εθνικές κυβερνήσεις τους σε εθνικά ζητήματα, οι τοποθετήσεις των μερκαντιλιστών διέφεραν από χώρα σε χώρα. Το επάγγελμα ήταν επίσης ένας παράγων. Οι Άγγλοι μερκαντιλιστές ήταν συχνά ιδιώτες επιχειρηματίες, οι οποίοι επιδίωκαν να επηρεάσουν την κυβέρνηση με δημόσιες τοποθετήσεις υπέρ ή εναντίον κάποιας κοινοβουλευτικής πράξης, η οποία επηρέαζε τα συμφέροντα αυτών ή των εταιρειών τους. Ως εκ τούτου, λειτουργούσαν και επικοινωνούσαν κάπως διαφορετικά από τους αυλικούς και τους κρατικούς αξιωματούχους του γαλλικού Κολμπερτισμού (Colbertisme) ή τους πριγκηπικούς περιεκτικούς οδηγούς του γερμανικού καμερισμού. Ενώ υπάρχουν μερικά πανευρωπαϊκά χαρακτηριστικά που είναι κοινά μεταξύ των συγγραφέων του μερκαντιλισμού, υπήρχε μεγάλη ποικιλία και κανένας μερκαντιλιστής δεν είχε ακριβώς την ίδια θεωρία με τον επόμενο. Δεν υπήρχε ένα κοινώς αποδεκτό και έγκυρο θεωρητικό σύστημα ή δόγμα. Σε αντίθεση με τους Σχολαστικούς, οι οποίοι είχαν εμμονή με τις αυθεντίες, οι μερκαντιλιστές συγγραφείς σπάνια αναφέρονταν ο ένας στον άλλον. Η επιχειρηματολογία τους προερχόταν κυρίως από τη διαίσθηση, τις παρατηρήσεις και την εμπειρία της ζωής του συγγραφέα και από τις εντυπώσεις των συνομιλιών που αφθονούσαν στον λαϊκό τύπο, τα καφενεία και τα σαλόνια των παλατιών.
Στη δεκαετία του 1600, ένα από τα επείγοντα θέματα πολιτικής συζήτησης, ιδιαίτερα στην Αγγλία και τη Γαλλία, ήταν το Ολλανδικό Αίνιγμα. Οι Ενωμένες Επαρχίες των Κάτω Χωρών ήταν μια μικροσκοπική χώρα που είχε αρχίσει να υφίσταται μόλις το 1580, μετά από μια εξέγερση ενάντια στους Ισπανούς ηγέτες των Αψβούργων (Hapsburg). Αλλά κατάφερε να μεταμορφωθεί θεαματικά σχεδόν σε μια νύχτα από μια συλλογή φτωχών, νυσταλέων ψαρολίμανων σε πιθανώς την πλουσιότερη και ισχυρότερη χώρα του κόσμου, με μια αυτοκρατορία που απλώθηκε σε όλο τον κόσμο, από το Ναγκασάκι στο Νέο Άμστερνταμ, από τον Αρκτικό Κύκλο στη Νότια Αφρική, και των οποίων οι πολίτες απολάμβαναν ίσως το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο που είχε υπάρξει στην ιστορία έω τότε.
Η ξαφνική και θεαματική ολλανδική ευημερία προκάλεσε τον φθόνο και την αμηχανία των γειτόνων της. Η κοινή λογική, με βάση τα συμπεράσματα των πρώτων οικονομολόγων, συνιστούσε ότι η ευημερία ενός έθνους εξαρτάται από τους φυσικούς πόρους του. Αλλά οι μικροσκοπικές Κάτω Χώρες δεν είχαν σχεδόν καθόλου πόρους – έναν μικρό πληθυσμό, πολύ λίγη γη, ουσιαστικά χωρίς χρυσό, ασήμι, σιδηρομετάλλευμα, ξυλεία ή άλλα δώρα της φύσης. Ωστόσο, οι Ολλανδοί κάπως φαινόταν να καταλήγουν πλουσιότεροι από την Αγγλία, τη Γαλλία ή την Ισπανία, χώρες που ήταν αρκετές φορές μεγαλύτερες, με πολύ περισσότερους πόρους. Αυτή η ανισότητα εμφανιζόταν καθαρά στις περιπτώσεις πολέμων. Οι μονάρχες της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Αγγλίας και άλλων χωρών χρεοκοπούσαν και φορολογούσαν υπέρμετρα τους πολίτες τους για να συγκεντρώσουν αρκετά έσοδα για το στρατό ή τον στόλο, ενώ η ολλανδική κυβέρνηση δεν φάνηκε ποτέ να μένει από χρήματα, έχοντας πάντα αρκετά για να κινητοποιεί μεγάλους στρατούς και στόλους γρήγορα και σχεδόν αβίαστα.
Οι ξένοι σχολιαστές συζητούσαν πώς να μιμηθούν (και να αμφισβητήσουν) το ολλανδικό παράδειγμα. Αυτοί οι σχολιαστές ήταν ακριβώς αυτοί στους οποίους αναφερόμαστε συλλογικά ως μερκαντιλιστές. Αξιοσημείωτοι μερκαντιλιστές αυτής της εποχής περιλαμβάνουν του Άγγλους συγγραφείς William Petty, John Locke, Sir Josiah Child και τους Γάλλους υπουργούς Jean-Baptiste Colbert και Jacques Necker.
Οι μερκαντιλιστές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι Ολλανδοί πέτυχαν την ευημερία τους διατηρώντας ένα ‘ευνοϊκό εμπορικό ισοζύγιο’ με ξένες χώρες. Παρατήρησαν ότι οι Ολλανδοί εξήγαγαν ακριβά βιομηχανοποιημένα προϊόντα υψηλής αξίας (κυρίως τελειωμένα υφάσματα και προϊόντα σιδήρου όπως εργαλεία, όπλα κ.λπ.) και εισήγαγαν μόνο φθηνά πρωτογενή προϊόντα χαμηλής αξίας (ακατέργαστο μαλλί και σιδηρομετάλλευμα, απαιτούμενες εισροές για τις βιομηχανίες τους). Ως αποτέλεσμα, οι Ολλανδοί εξήγαγαν περισσότερη ‘αξία’ από ό,τι εισήγαγαν. Δεδομένου ότι οι αλλοδαποί πλήρωναν περισσότερα για τα ολλανδικά αγαθά από αυτά που εισέπραταν, αυτό σήμαινε ότι στις Κάτω Χώρες ‘συνεχώς απορροφούσαν’ ξένα χρήματα (χρυσό και ασήμι). Αυτό, κατέληξαν οι μερκαντιλιστές, εξηγεί γιατί οι Ολλανδοί ήταν πλούσιοι. Εξηγούσε επίσης γιατί οι Άγγλοι, οι Γάλλοι και οι άλλοι είχαν πάντα έλλειψη χρημάτων – οι Ολλανδοί ‘έκλεβαν’ τα χρήματά τους μέσω του εμπορικού ανισοζυγίου.
Το συμπέρασμα πολιτικής στις βασιλικές αυλές της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας κ.λπ. ήταν ότι ο μόνος τρόπος να αποκτήσεις ευημερία είναι να ‘νικήσεις τους Ολλανδούς’ στο δικό τους παιχνίδι. Ο τύπος της μερκαντιλιστικής πολιτικής επινοήθηκε γρήγορα: Όσο το δυνατόν περισσότερες εξαγωγές και όσο το δυνατόν λιγότερες εισαγωγές. Βεβαιωθείτε ότι οι εξαγωγές σας είναι αγαθά υψηλής αξίας – πολυτέλή και βιομηχανικά αγαθά – που θα αποφέρουν πολλά χρήματα. Εάν πρέπει να κάνετε εισαγωγές, αυτές πρέπει να είναι μόνο βασικά προϊόντα χαμηλής αξίας που είναι απολύτως απαραίτητα για τις βιομηχανίες σας – δηλαδή μόνο πρώτες ύλες και άλλα αγαθά για την κάλυψη βασικών αναγκών, που απλά δεν μπορείτε να βρείτε στη χώρα σας.
Οι μερκαντιλιστές περίμεναν – ή απαιτούσαν – ότι η κυβέρνηση θα αναλάμβανε ενεργό ρόλο σε αυτό, και θα έκανε τον ‘προστατευτισμό’ κεντρικό μέρος της κυβερνητικής πολιτικής. Οι διάφορες κυβερνήσεις κλήθηκαν πολλές φορές από διάφορους συγγραφείς να απαγορεύσουν ή να περιορίσουν οποιονδήποτε από τη λήψη χρημάτων από τη χώρα με κάθε είδους έλεγχο και νόμους, να επιβάλουν δασμούς και ποσοστώσεις για να αποθαρρύνουν τις εισαγωγές και να θεσπίσουν εξαγωγικές επιδοτήσεις («bounties») σε εγχώριους εξαγωγείς.
Μερικοί μερκαντιλιστές πήγαν πιο μακριά. Οι Ολλανδοί είχαν το προβάδισμα στην κατασκευή αγαθών υψηλής αξίας, οπότε οι μερκαντιλιστές συνέστησαν επίσης στις κυβερνήσεις να βοηθήσουν ενεργά τους εγχώριους ιδιωτικούς επιχειρηματίες να δημιουργήσουν κλάδους υψηλής υποκατάστασης εισαγωγών και εξαγωγών. Το στέμμα παροτρύνθηκε να επιδοτήσει αυτούς τους κλάδους, είτε άμεσα είτε έμμεσα. Πρέπει να ενθαρρυνθούν οι επενδύσεις σε υποδομές, όπως δρόμοι και λιμάνια, για τη διευκόλυνση του εξαγωγικού εμπορίου. Προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο εγχώριος ‘καταστροφικός ανταγωνισμός’, πολλοί μερκαντιλιστές πίστευαν ότι οι ‘πολυμετοχικές εταιρείες’ είχαν περισσότερες πιθανότητες να πετύχουν στο εξωτερικό εάν τους χορηγηθούν μονοπωλιακά προνόμια εγγυημένα από την κυβέρνηση για συγκεκριμένους τομείς της μεταποίησης και του εμπορίου. Εάν, ακόμη και μετά από όλα αυτά, οι εγχώριοι κεφαλαιούχοι δεν μπορούσαν ακόμα να δημιουργήσουν κερδοφόρες επιχειρήσεις, τότε το Στέμμα θα έπρεπε να δημιουργήσει και να διευθύνει το ίδιο τις επιχειρήσεις.
Τέλος, και ίσως πιο δυσοίωνο, το κράτος κλήθηκε επίσης να χρησιμοποιήσει τη διπλωματική και στρατιωτική του ισχύ όποτε μπορούσε – όχι μόνο για την προώθηση του εσωτερικού εμπορίου στο εξωτερικό, αλλά, εξίσου σημαντικό, για να εμποδίσει το εμπόριο των ξένων ανταγωνιστών της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό, μια κυβέρνηση θα έπρεπε να αναγκάζει τα ξένα έθνη να ανοίξουν τις αγορές τους για τις εξαγωγές της χώρας και να κλείσουν τις αγορές τους για τις εξαγωγές των ανταγωνιστών της. Θα έπρεπε να αναγκάζει άλλα έθνη να της δώσουν πρόσβαση στις πρώτες ύλες τους και στους πολύτιμους πόρους τους με φθηνό τρόπο, και να αποτρέψει την πώληση αυτών των προϊόντων στους ανταγωνιστές της. Εάν τα έθνη είναι απρόθυμα να συμμορφωθούν ή επιμένουν σε ανοιχτές αγορές, τότε κάντε πόλεμο, κατακτήστε τα ή / και αποικιοποιήστε τα.
Εν ολίγοις, οι μερκαντιλιστές δεν πίστευαν ότι υπάρχουν αμοιβαία οφέλη από το εμπόριο, όπου επωφελούνται τόσο οι εξαγωγείς όσο και οι εισαγωγείς. Μάλλον έβλεπαν το διεθνές εμπόριο ως ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος – οι εξαγωγείς κερδίζουν πάντα, οι εισαγωγείς χάνουν πάντα, οπότε εξάγετε όσο το δυνατόν περισσότερο, εισαγάγετε όσο το δυνατόν λιγότερο. Το εμπόριο θεωρείτο ως ένα είδος πολέμου – ένας πόλεμος κάθε έθνους εναντίον κάθε άλλου έθνους – για να προσδιορισθεί ποιος θα μπορούσε να εξάγει περισσότερο και να εισάγει λιγότερο. Και ο ρόλος του κράτους ήταν να βοηθήσει ενεργά σε αυτήν την προσπάθεια – νομικά, οικονομικά και στρατιωτικά.
Τα μερκαντιλιστικά μέτρα δεν υποστηρίζονταν συνήθως ως μέσα προώθησης του εσωτερικού εμπορίου, της παραγωγής ή της απασχόλησης για το δικό τους καλό, αλλά μάλλον για τη διασφάλιση ευνοϊκού εθνικού εμπορικού ισοζυγίου. Ο πρωταρχικός στόχος παρέμενε να εξασφαλισθεί εισροή μετρητών (χρυσός, ασήμι) από αυτό το ευνοϊκό υπόλοιπο. Ως εκ τούτου, οι μερκαντιλιστές έχουν κατηγορηθεί (κυρίως από τον Adam Smith) για «φετίχ χρημάτων», για σύγχυση μετρητών με πλούτο, για το ότι φαντάζονται ότι η ευημερία. μιας χώρας μετράται αποκλειστικά από την ποσότητα του χρυσού και του αργύρου που έχει στη διάθεσή της, και όχι από τα πραγματικά αγαθά ή τους πόρους της.
Αυτό είναι μόνο εν μέρει σωστό. Ναι, οι μερκαντιλιστές ήταν εμμονικοί με τα χρήματα. Αλλά η ταύτιση ποσότητας χρήματος και ευημερίας δεν ήταν πάντα τόσο απλοϊκή. Για τους μερκαντιλιστές η ‘ευημερία’ ενός έθνους δεν οριζόταν ως η ευημερία του πληθυσμού του, αλλά συχνά μόνο μιας στενής άρχουσας τάξης, ή ακόμη και, σε κάποια βιβλιογραφία, ως ευφημισμός για τη φερεγγυότητα του κρατικού ταμείου. Άλλοι χρησιμοποιούσαν μια προσωπική αναλογία, βλέποντας τα μετρητά ως μέσο διακράτησης πλούτου και πιστεύοντας ότι η συσσώρευση πλούτου θα παρεμποδίζετο εάν υπήρχε ανεπαρκής ποσότητα πολύτιμων μεταλλών για να τον αποθηκεύσει κανείς.
Με την άνοδο του αστικού κράτους, ο 17ος Αιώνας σηματοδότησε την ανάδειξη δύο τάξεων που απαιτούνται από το κράτος: γραφειοκράτες για να το διευθύνουν και έμποροι για να το χρηματοδοτούν. Ο μερκαντιλισμός αναπτύχθηκε από τα διάφορα φυλλάδια, μελέτες και πραγματείες αυτών των ομάδων επαγγελματιών. Στην Αγγλία και την Ολλανδία, το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής συγγραφής έγινε από εμπόρους που προέρχονταν από τις ανερχόμενες αστικές κοινότητές τους – έτσι ο όρος ‘μερκαντιλισμός’. Στη Γαλλία και τη Γερμανία, όπου η αστική τάξη ήταν μικρότερη, τα οικονομικά επιχειρήματα διατυπώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από κρατικούς αξιωματούχους – έτσι ο γαλλικός μερκαντιλισμός είναι πιο γνωστός ως ‘Κολμπερτισμός’ «» (Colbertisme) από τον Jean-Baptiste Colbert, Γάλλο υπουργό Οικονομικών, ενώ ο γερμανικός μερκαντιλισμός ως ‘Καμεραλισμός’ (Cameralism), από τον γερμανικό όρο για το βασιλικό επιμελητήριο..
Αυτή η διαφορά στην προέλευση, μεταξύ Αγγλο-Ολλανδών και Γαλλο-Γερμανών μερκαντιλιστών δεν σήμαινε μεγάλες διαφορές στο οικονομικό τους δόγμα. Και οι δύο ομάδες αναγνώριζαν την οικεία, συμβιωτική σχέση μεταξύ του πλούτου των εμπόρων και της δύναμης του κράτους: η άνθηση της επιχείρησης σήμαινε περισσότερα έσοδα και, επομένως, δύναμη για το κράτος, ενώ η εξουσία του κράτους θα μπορούσε να εξασφαλίσει τις κερδοφόρες εμπορικές οδούς και να παραχωρήσει τα μονοπώλια που επιθυμούσαν οι έμποροι. Ο αγγλικός μερκαντιλισμός διαιρείται συχνά σε τρεις φάσεις: το ακατέργαστο στάδιο των ‘πολυτίμων μετάλλων’ (bullionism) που διήρκεσε περίπου από το 1580 έως το 1620, το ‘παραδοσιακό’ στάδιο που διήρκεσε από το 1620 έως το 1700, και το οποίο επικαλύπτεται με το ‘φιλελεύθερο’ στάδιο, που εκτείνεται από το 1680 έως το 1750 .Ο Γαλλικός ‘κολμπερτισμός’ λέγεται ότι διήρκεσε μεταξύ 1660 και 1750, ενώ ο Γερμανικός ‘καμεραλισμός’ είχε ίσως τη μεγαλύτερη χρονική διάρκεια, που εκτείνεται από το 1560 έως το 1750 και, μέσω των ‘νέων καμεραλιστών’, εκτείνεται ακόμη και πέρα από το 1800.
Στην καρδιά του μερκαντιλιστικού συστήματος βρίσκεται μια εμμονή με τα θετική αλληλεπίδραση μεταξύ ανάπτυξης και συσσώρευσης πλούτου: περισσότερη οικονομική δραστηριότητα σήμαινε περισσότερο πλούτο (για εμπόρους και κράτος), περισσότερος πλούτος σήμαινε περισσότερη δραστηριότητα. Αναγνώρισαν δύο βασικές προϋποθέσεις για την αύξηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας: την ύπαρξη ευκαιριών κέρδους και ευέλικτων πιστωτικών διευκολύνσεων. Οι μερκαντιλιστές θεωρούσαν ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα αυξανόταν κάθε φορά που αυξάνονταν οι τιμές (επειδή πίστευαν ότι οι υψηλότερες τιμές σήμαιναν υψηλότερα κέρδη) και μειώνονταν τα επιτόκια (επομένως υπήρχαν περισσότερες πιστώσεις). Και τα δύο αυτά πράγματα συμβαίνουν, σημείωσαν, όταν αυξάνεται η προσφορά χρήματος σε μια χώρα. Η προσφορά χρήματος εκείνη την εποχή βασιζόταν στον χρυσό και στο ασήμι. Έτσι, για να αυξηθεί η εθνική παραγωγή, οι πρώτοι μερκαντιλιστές συνιστούσαν κάθε προσπάθεια από το Κράτος, δίκαιη ή βρώμικη, για να διασφαλίσει ότι εισέρχεται στη χώρα όσο το δυνατόν περισσότερος χρυσός και ασήμι και το ότι όσο το δυνατόν λιγότερος θα φεύγει από τη χώρα.
Αρχικά, αυτό θεωρήθηκε ότι απαιτεί άμεσους περιορισμούς στην εξαγωγή χρυσού, μια πρακτική που συνιστάτο ιδιαίτερα από του οπαδούς της θεωρίας των πολυτίμων μετάλλων (bullionism) ανάμεσα στους μερκαντιλιστές, ιδίως τους Thomas Milles και Gerald de Malynes. Αυτό προκάλεσε τη διαμαρτυρία των πιστοποιημένων μονοπωλιακών επιχειρήσεων, ιδίως της Εταιρείας Εμπορικών Περιπέτειων και της Βρετανικής Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών, οι οποίες εμπορεύονταν εκτεταμένα στο εξωτερικό και χρειάζονταν χαλαρούς περιορισμούς στις εξαγωγές χρυσού (βλ. Wheeler, 1601). O Gerald de Malynes το 1601 και το 1621 χρησιμοποίησε την επιρροή του για να επιτεθεί εναντίον των εταιρειών, κατηγορώντας αυτές και τους συμμάχους τους για την καταστροφή της Αγγλίας. Διαμαρτυρήθηκε στο Αγγλικό Στέμμα ότι οι πιστοποιημένες εταιρείες, καθορίζοντας μια συναλλαγματική ισοτιμία για το αγγλικό νόμισμα κάτω από την εγγενή αξία του (η οποία είχε «συνετά» αποφασίσει το Στέμμα) όχι μόνο υπονομεύουν τη βασιλική εξουσία και τη Θεία δικαιοσύνη, αλλά ενθαρρύνοντας την εξαγωγή ειδών ήταν ‘καρκίνος’ για την Κοινοπολιτεία. Συνέστησε ακόμη πιο δρακόντερους περιορισμούς στην εξαγωγή ειδών ως τρόπο διόρθωσης του προβλήματος και ‘ανάκαμψη’ της οικονομίας. Μη όντας φίλος των τραπεζιτών, ο de Malynes ανέστησε τα παλιά επιχειρήματα των ‘σχολαστικών’ εναντίον της τοκογλυφίας, υποστηρίζοντας ότι ο τόκος δημιουργούσε ένα αφύσικο κόστος για τις πιστώσεις το οποίο αποθάρρυνε την επιχειρηματικότητα.
Ενάντια στις συστάσεις του Malynes συσπειρώθηκαν δύο τρομεροί συγγραφείς, ο Thomas Misselden και ο Thomas Mun – ο πρώτος περισσότερο ταραχοποιός, ο δεύτερος περισσότερο μελετητής, αλλά και οι δύο μέτοχοι των εταιρειών με βασιλικά προνόμια. Ο Misselden και ο Mun παραδέχτηκαν το όφελος της εισροής πολυτίμων μετάλλων, αλλά δεν απέδωσαν τις εκροές στους «κακούς τραπεζίτες» και τις εταιρείες με προνόμια, μέσω της διατήρησης μια ξεχωριστής συναλλαγματική ισοτιμίας για το νόμισμα, αλλά μάλλον στο εξωτερικό εμπορικό ισοζύγιο. Ο Mun, ειδικότερα σημείωσε ότι οι εκροές / εισροές χρυσού καθορίζονται από το ισοζύγιο πληρωμών, το οποίο περιλαμβάνει το εμπορικό ισοζύγιο, αλλά και τις μεταβιβάσεις κεφαλαίου. Η σύστασή τους ήταν ότι το κράτος μπορεί να περιορίσει την εκροή χρυσού όχι με περιορισμούς στις κινήσεις χρυσού, αλλά μάλλον ενθαρρύνοντας τις εξαγωγές και αποθαρρύνοντας τις εισαγωγές. Αυτός ο μηχανισμός ροής πολυτίμων μετάλλων, υποστήριξαν, δεν μπορούσε να απενεργοποιηθεί με βασιλική υπαγόρευση, αλλά ήταν ένας μηχανισμός που επιβάλλεται στα έθνη του κόσμου από τον ‘φυσικό νόμο’. Δεν μπορεί να σταματήσει, αλλά μπορεί να ενθαρρυνθεί προς τη σωστή κατεύθυνση. Ο βέλτιστος κανόνας είχε ήδη καθοριστεί χρόνια νωρίτερα από τον Jean Bodin: επιβολή υψηλών δασμών και δασμών κατά την εξαγωγή πρώτων υλών και την εισαγωγή τελικών αγαθών και χαμηλούς δασμούς και δασμούς κατά την εισαγωγή πρώτων υλών και την εξαγωγή τελικών προϊόντων.
Μια άλλη συνεισφορά του Mun ήταν η αναγνώριση ότι ίσως η αύξηση των τιμών δεν ήταν τόσο επιθυμητή: μειώνουν την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών, επιδεινώνοντας έτσι το εμπορικό ισοζύγιο οδηγώντας σε εκροή χρυσού. Αυτό δεν είχε αναγνωριστεί από τους Malynes ή τον Misselden, οι οποίοι είχαν επανειλημμένα διαφωνήσει για τα οφέλη του πληθωρισμού τιμών. Οι μερκαντιλιστές προσπάθησαν αλλά ποτέ δεν κατάφεραν να επιλύσουν την αντίφαση μεταξύ της αύξησης των τιμών που ενισχύει την παραγωγή αλλά μειώνει τις εξαγωγές.
Μια άλλη ανησυχία ήταν ότι η πιθανότητα αύξησης των τιμών και της παραγωγής θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε αύξηση των μισθών που θα μπορούσαν να μειώσουν τα κέρδη και έτσι να μειώσουν την παραγωγή. Οι μερκαντιλιστές δεν μασούσαν τα λόγια τους για αυτό: συνιστούσαν να διατηρούνται οι μισθοί όσο το δυνατόν χαμηλότεροι. Πίστευαν ότι οι χαμηλοί πραγματικοί μισθοί οδηγούσαν σε πραγματική αύξηση της παραγωγικότητας των εργατών (ένα αποτέλεσμα που αργότερα αμφισβητήθηκε και αντιστράφηκε από τους Cantillon και τους ακολούθους του Ricardo). Για να διατηρήσουν τους μισθούς χαμηλούς, οι μερκαντιλιστές επικροτούσαν τις πολιτικές που στόχευαν στην αύξηση του πληθυσμού και συνιστούσαν τη χρήση μηχανισμών εξοικονόμησης εργασίας όπου αυτό είναι δυνατόν.
Η βάση αποδόμησης των απόψεων των μερκαντιλιστών ήταν το έργο του William Petty (1690). Αυτός άρχισε να επικεντρώνεται στην διανομή του εισοδήματος και στις σχετικές αξίες των συνεισφορών των ‘συντελεστών παραγωγής’, οι οποίοι, για αυτόν, ήταν βασικά η εργασία και η γη. Ο Petty ξεκίνησε την ιδέα ότι το ενοίκιο στη γη ήταν πλεόνασμα πάνω από τις μισθολογικές πληρωμές. Η άποψη του Petty ήταν πρόδρομος της προσόδου του Ricardo – πράγματι, προχώρησε στο να μιλήσει για φθίνουσες αποδόσεις στη γη βάσει της απόστασής τους από την αγορά.
Οι μισθοί, για τον Petty, καθορίζονταν από το τι ήταν απαραίτητο για τον εργάτη. ‘Ζήστε, Εργαστείτε και Δημιουργήστε’. Ο Petty το χρησιμοποίησε για να εισαγάγει την ‘εργασιακή θεωρία της αξίας’, σύμφωνα με την οποία οι σχετικές αξίες των αγαθών καθορίζονται από τη σχέση του χρόνου εργασίας που απαιτεί η παραγωγή τους. Δικαιολόγησε αυτήν την ισότητα του σχετικού χρόνου εργασίας και των σχετικών τιμών βάσει του arbitrage. Χρησιμοποίησε επίσης τη λογική του arbitrage για να υποστηρίξει ότι ο τόκος του κεφαλαίου θα εξομοιωθεί με το ενοίκιο στη γη (αλλά ο Petty δεν είχε πραγματικά μια καλή, ανεξάρτητη θεωρία του κεφαλαίου). Έτσι, ο Petty προέβλεψε πολλά από τα μεταγενέστερα κλασικά δόγματα του Ricardo.
Ο μερκαντιλισμός πήρε και μία άλλη τροπή ‘φιλελεύθερη’ φάση του, με επικεφαλής τον Nicholas Barbon (1690) και τον Sir Dudley North (1691). Ακολούθησαν (αν και μετριοπαθείς) οι Sir Josiah Child (1693) και ο Charles Davenant. Ήταν ίσως οι πρώτοι που αναγνώρισαν ότι το διεθνές εμπόριο, αντίθετα από ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, θα μπορούσε να είναι αμοιβαία επωφελές και για τα δύο μέρη. Ο North ήταν επίσης ένας από τους πρώτους που άρχισε να μιλά για το ‘κέρδος’ και το ‘κεφάλαιο’ ως ξεχωριστό συντελεστή παραγωγής, και αναγνώρισε ότι το χρήμα είχε αξία μόνο όταν χρησιμοποιείται ως δάνειο για επενδύσεις σε κεφάλαιο. Η θεωρία του χρήματος εξετάστηκε επίσης πιο προσεκτικά από τον John Locke (1692), ο οποίος διατύπωσε την έννοια της ‘κυκλοφοριακής ταχύτητας’ και ουσιαστικά θεμελίωσε την Ποσοτική Θεωρία του Χρήματος.
Το μερκαντιλιστικό δόγμα διατηρήθηκε για μεγάλο μέρος του 18ου αιώνα. Η άνοδος του Διαφωτισμού, ωστόσο, άλλαξε τα πράγματα ουσιαστικά. Τα έργα του Richard Cantillon, του Jacques Turgot και των ‘φυσιοκρατών’ στη Γαλλία, καθώς και του David Hume και του φίλου του Adam Smith στη Μεγάλη Βρετανία, συχνά ήταν προσανατολισμένα στο να έρχονται σε άμεση αντίθεση με τη μερκαντιλιστική άποψη. Η νέα τους άποψη ότι ο πλούτος ενός έθνους προκύπτει πραγματικά από τις εισοδηματικές ροές και η επιμονή τους στην ουδετερότητα του χρήματος, υπονόμευσαν την έννοια του ‘πλούτου’ των μερκαντιλιστών. Οι οικονομολόγοι του Διαφωτισμού εισήγαγαν επίσης την ιδέα της ‘φυσικής ισορροπίας’ αυτών των ροών, η οποία αντικατέστησε αποτελεσματικά την ‘αναπτυξιακή εμμονή’ των μερκαντιλιστών με την ‘εξισορροπητική εμμονή’ των οικονομολόγων του Διαφωτισμού.
Αυτές οι νέες ιδέες δεν γνώρισαν αμέσως επιτυχία. Οι ‘φυσιοκράτες’ παρέμειναν στις σκιές της γαλλικής αυλής, με τους Κολμπεριστές και τους αντι-φυσιοκράτες όπως ο Forbonnais να διατηρούν τη μεγάλη επιρροή τους στην πολιτική. Η Μεγάλη Βρετανία, την αυγή της βιομηχανικής της επανάστασης, ήταν κάπως πιο δεκτική στα νέα δόγματα, αν και μπόρεσε ακόμα να παράγει αξιοσημείωτους μερκαντιλιστές όπως ο Sir James Steuart (1767). Η Γερμανία, ως επί το πλείστον, παρέμεινε απρόσβλητη από τις νέες θεωρίες, και με ασφάλεια στα χέρια των νεο-καμεραλιστών μέχρι τον 19ο αιώνα.
Σύνδεσμος στο αρχικό άρθρο του History of Economic Thought
Σύνδεσμος σε σχετικό άρθρο της αγγλικής Wikipedia
Σύνδεσμος σε σχετικό άρθρο του περιοδικού The Economist