Μετάφραση άρθρου από το περιοδικό The Economist, 6 Αυγούστου 2016

_______________________________________________________________

Τον Αύγουστο του 1960 ο Wolfgang Stolper, ένας αμερικανός οικονομολόγος που εργαζόταν για το υπουργείο ανάπτυξης της Νιγηρίας, ξεκίνησε μια ξενάγηση στη φτωχή βόρεια περιοχή της χώρας, μια περιοχή ‘σκόνης και αξιοπρέπειας’, η οποία για πολλά χρόνια κυβερνιόταν από συντηρητικούς εμίρηδες και ‘βρετανούς δημόσιους υπαλλήλους δεύτερης κατηγορίας που δεν ευνοούσαν την επιχειρηματικότητα’.

Σε αυτό το ζοφερό επιχειρηματικό τοπίο άνθιζε ένα περίεργο λουλούδι: τα κλωστοϋφαντουργικά κέντρα της Kaduna, που χτίστηκαν από μια εταιρεία του Lancashire λίγα χρόνια πριν, απασχολούσαν 1.400 άτομα που πληρώνονταν λίγα, μόλις 4.8 λίρες την ημέρα ($6.36) στις σημερινές τιμές. Κι όμως οι παραγωγικές αυτές μονάδες απαιτούσαν δασμούς 90% για να μπορούν να είναι ανταγωνιστικές.

Η εξειδικευμένη εργασία ήταν σπάνια: το εργοστάσιο είχε βρει μόλις έξι εργαζομένους στο βορρά που άξιζε να εκπαιδεύσει ως επιστάτες (τρεις απέτυχαν, δύο ήταν ‘έτσι κι έτσι’, και ένας ήταν ‘θαυμάσιος’). Μερικοί εργαζόμενοι περπατούσαν δέκα μίλια για να δουλέψουν και άλλοι μετέφεραν τις ελπίδες των επαιτούντων συγγενών τους στις πλάτες τους. Πολλοί εγκατέλειπαν, προσθέτοντας στο κόστος ανεύρεσης και εκπαίδευσης αντικαταστατών. Αυτοί που έμεναν συχνά ήταν πολύ κουρασμένοι, άπειροι ή ακατάλληλοι για να διατηρούν σωστά τα μηχανήματα. ‘Η αφρικανική εργασία είναι η χειρότερα πληρωμένη και πιο ακριβή στον κόσμο’, παραπονέθηκε ο Stolper.

Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Νιγηρία δεν ήταν ακόμη έτοιμη για βιομηχανία μεγάλης κλίμακας. ‘Οποιαδήποτε βιομηχανία απαιτούσε υψηλούς δασμούς εξασθενούσε τη χώρα και δεν άξιζε να λειτουργεί’, πίστευε. Αυτό δεν ήταν μια δημοφιλής άποψη μεταξύ των συναδέλφων του. Αλλά οι ιδέες του Stolper έφεραν ασυνήθιστο βάρος. Ήταν επιτυχημένος στις ανθρώπινες σχέσεις, ικανός να πίνει σαν ψάρι. Του άρεσε να ‘λερώνει τα χέρια του’ σε εμπειρική εργασία. Και το ατού του, το οποίο του κέρδιζε το σεβασμό των φίλων και την προσοχή των ανωτέρων του, ήταν το ‘θεώρημα Stolper-Samuelson’ που έφερε το όνομά του. *

Το θεώρημα είχε παρουσιαστεί 20 χρόνια νωρίτερα σε μια κομβική εργασία, με συν-συγγραφέα τον Paul Samuelson, έναν από τους πιο διάσημους στοχαστές του κλάδου της οικονομικής. Έριχνε νέο φως σε ένα παλιό θέμα: τη σχέση μεταξύ δασμών και μισθών. Η φήμη και η επιρροή του ήταν διάχυτη και επίμονη, τόσο πριν τη μετάβαση του Stolper στη Νιγηρία και μετά τον θάνατό του, το 2002, στην ηλικία των 89 ετών. Ακόμα και σήμερα, το θεώρημα διαμορφώνει συζητήσεις για εμπορικές συμφωνίες όπως η εταιρική σχέση Trans-Pacific μεταξύ των ΗΠΑ και άλλων 11 χωρών στην άλλη πλευρά του Ειρηνικού Ωκεανού.

Η εργασία ήταν ‘αξιοσημείωτη’, σύμφωνα με τον Alan Deardorff του Πανεπιστημίου του Michigan, εν μέρει γιατί απέδειξε κάτι φαινομενικά προφανές σε μη-οικονομολόγους: το ελεύθερο εμπόριο με χώρες χαμηλών μισθών θα μπορούσε να βλάψει τους εργαζόμενους σε μια χώρα υψηλών μισθών. Αυτό το συνηθισμένο παράπονο παραδοσιακά είχε λίγη επιρροή στους οικονομολόγους. Τόνιζαν ότι η χαμηλή αμοιβή δεν είναι απαραιτήτως φθηνή, επειδή οι χαμηλοί μισθοί συχνά αντανακλούν τη χαμηλή παραγωγικότητα – όπως έδειξε η Kaduna Textile Mills. Το θεώρημα Stolper-Samuelson, όμως, βρήκε ‘ένα ψήγμα αλήθειας’ (όπως το έθεσε ο Samuelson στη συνέχεια) στο επιχείρημα ότι οι εργαζόμενοι σε πλούσιες χώρες χρειάζονταν προστασία από τη ‘φθηνή εργασία’ που αμειβόταν ελάχιστα αλλού.

Για να καταλάβουμε γιατί το θεώρημα είχε τέτοια επιρροή, πρέπει να κατανοήσουμε το σύνολο της παραδεδεγμένης γνώσης που διαταράχθηκε. Οι οικονομολόγοι γνώριζαν πάντοτε ότι οι δασμοί βοηθούσαν τις βιομηχανίες που προστατεύονταν. Αλλά ήταν εξίσου βέβαιοι ότι το ελεύθερο εμπόριο ωφελούσε τις χώρες συνολικά. Ο David Ricardo έδειξε το 1817 ότι μια χώρα θα μπορούσε να επωφεληθεί από το εμπόριο ακόμα κι αν έκανε τα πάντα καλύτερα από τους γείτονές της. Μια χώρα που είναι καλύτερη σε όλα θα είναι ‘συγκριτικά καλύτερη’ σε κάποιες συγκεκριμένες δραστηριότητες. Θα πρέπει να επικεντρωθεί σε αυτές, έδειξε ο Ricardo, εισάγοντας ό,τι οι γείτονές της θα μπορούσαν να παράγουν συγκριτικά ‘λιγότερο κακά’.

Αν η κακή γραμματική δεν αρκεί για να κάνει το σημείο κατανοητό, μια παλιά αναλογία μπορεί. Ας υποθέσουμε ότι ο καλύτερος δικηγόρος στην πόλη είναι επίσης ο καλύτερος δακτυλογράφος. Χρειάζεται μόνο δέκα λεπτά για να πληκτρολογήσει ένα έγγραφο που ο γραμματέας του τελειώνει σε είκοσι λεπτά. Με αυτή την έννοια, η δακτυλογράφηση του κοστίζει λιγότερο. Αλλά κατά το χρόνο που δαπάνησε ως δακτυλογράφος, θα μπορούσε να τον αξιοποιήσει ως δικηγόρος. Και θα μπορούσε να κάνει πολύ περισσότερη από τη διπλή νομική παραγωγή την οποία θα μπορούσε να κάνει ο γραμματέας του. Με την έννοια αυτή η δακτυλογράφηση του κοστίζει πολύ περισσότερο από ότι αν την έκανε ο γραμματέας του. Είναι προς το συμφέρον του δικηγόρου που πληκτρολογεί γρήγορα να ειδικεύεται στη νομική εργασία και να ‘εκχωρεί’ τις υπηρεσίες δακτυλογράφησης στον λιγότερο παραγωγικό στη δακτυλογράφηση γραμματέα του.

Στο υπόδειγμα του Ρικάρντο, ο ίδιος παραγωγικός κλάδος μπορεί να απαιτεί περισσότερη εργασία σε μια χώρα από ότι σε μία άλλη. Τέτοιες διαφορές στις εργασιακές απαιτήσεις (παραγωγικότητα της εργασίας) αποτελούν ένα κίνητρο για το εμπόριο. Μια άλλη είναι οι διαφορές στη σχετική προσφορά εργασίας. Σε ορισμένα κράτη, όπως οι ΗΠΑ, η εργασία είναι σπάνια σε σχέση με την ποσότητα της γης, του κεφαλαίου ή της εκπαίδευσης που έχει συσσωρεύσει η χώρα. Σε άλλα κράτη ισχύει το αντίστροφο. Οι χώρες διαφέρουν ως προς το μείγμα εργασίας, γης, κεφαλαίου, δεξιοτήτων και άλλων συντελεστών παραγωγής που έχουν στη διάθεσή τους. Στη δεκαετία του 1920 και του 1930 ο Eli Heckscher και ο σπουδαστής του, Bertil Ohlin, πρωτοστάτησαν στη δημιουργία ενός υποδείγματος διεθνούς εμπορίου που οδηγείται από αυτές τις διαφορές.

Στο υπόδειγμά τους, το εμπόριο επέτρεπε σε χώρες όπως οι ΗΠΑ να εξοικονομούν εργασία, επικεντρωνόμενες σε δραστηριότητες έντασης κεφαλαίου που χρησιμοποιούσαν σχετικά λιγότερη εργασία. Παραγωγικοί κλάδοι που απαιτούν σχετικά μεγάλες ποσότητες χειρονακτικής εργασίας θα μπορούσαν να αφεθούν σε αλλοδαπούς. Με τον τρόπο αυτό, το διεθνές εμπόριο ελαττώνει τη σχετική έλλειψη εργαζομένων στη χώρα.

Αυτό θα ήταν καλό για τη χώρα, αλλά το ερώτημα είναι αν θα ήταν καλό και για τους εργαζόμενους. Η σπανιότητα είναι πηγή αξίας. Αν το διεθνές εμπόριο ελάττωνε την σχετική σπανιότητα εργαζομένων, θα έβλαπτε επίσης τη διαπραγματευτική τους δύναμη. Θα ήταν πολύ πιθανό ότι το ελεύθερο εμπόριο θα οδηγούσε σε μείωση του μεριδίου των αμοιβών των εργαζομένων στο εθνικό εισόδημα. Όμως, καθώς το εμπόριο θα διευρύνει επίσης το εισόδημα αυτό συνολικά, θα πρέπει να αφήνει τους εργαζόμενους σε ακόμα καλύτερη θέση, αισθάνονταν οι περισσότεροι οικονομολόγοι. Επιπλέον, ακόμη και αν ο ανταγωνισμός από το εξωτερικό μείωνε τους ‘ονομαστικούς’ μισθούς, θα μείωνε επίσης την τιμή των εισαγόμενων αγαθών. Ανάλογα με τα καταναλωτικά τους πρότυπα, η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων μπορεί να αυξανόταν, ακόμη και αν οι ονομαστικοί μισθοί τους μειώνονταν.

Υπόθεση εργασίας

Υπήρχαν και άλλοι λόγοι αισιοδοξίας. Η εργασία, σε αντίθεση με το πετρέλαιο, την αρόσιμη γη, τις υψικαμίνους και πολλούς άλλους παραγωγικούς πόρους, είναι απαραίτητη σε κάθε παραγωγικό κλάδο. Έτσι, ανεξάρτητα από το πώς εξελίσσεται το παραγωγικό μείγμα μιας χώρας, η εργασία θα είναι πάντοτε σε ζήτηση. Με την πάροδο του χρόνου, η εργασία είναι επίσης ευέλικτη και προσαρμόσιμη. Εάν το εμπόριο επιτρέπει σε ένα παραγωγικό κλάδο να επεκταθεί και υποχρεώνει κάποιον άλλον να συρρικνωθεί, οι νέοι εργαζόμενοι απλά θα μεταναστεύσουν προς τους αναπτυσσόμενους κλάδους και θα στρέψουν τις πλάτες τους στους συρρικνούμενους τομείς. “Μακροπρόθεσμα, η εργατική τάξη στο σύνολό της δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από το διεθνές εμπόριο’, κατέληγε ο Αυστριακός οικονομολόγος Gottfried Haberler το 1936.

Ο Stolper δεν ήταν τόσο σίγουρος. Θεωρούσε ότι το υπόδειγμα του Ohlin δεν ήταν συμβατό με τα συμπεράσματα του Haberler, ακόμη και αν ο Ohlin ήταν ο ίδιος λιγότερο σαφής. Ο Stolper μοιράστηκε τις αμφιβολίες του με τον Samuelson, τον νεαρό συνάδελφό του στο Χάρβαρντ. “Επεξεργάσου το, Wolfie,» τον παρακίνησε ο Samuelson.

Το ζευγάρι το επεξεργάστηκε πρώτα με ένα απλό παράδειγμα: μια μικρή οικονομία προικισμένη με σχετικά άφθονο κεφάλαιο (ή γη), αλλά σχετικά σπάνια εργασία, η οποία παρήγαγε ρολόγια και σιτάρι. Οι επόμενοι οικονομολόγοι έχουν διευκρινίσει τη διαίσθηση που διέπει το υπόδειγμά τους. Σε μία παραλλαγή, η ωρολογοποιία (που είναι έντασης εργασίας) επωφελείται από ένα δασμό 10%. Όταν καταργηθεί ο δασμός, οι τιμές των ρολογιών μειώνονται κατά αυτό το ποσοστό. Η ωρολογοποιϊα, η οποία δεν μπορεί πλέον να παράγει χωρίς ζημίες, αρχίζει να απολύει τους εργαζόμενους και να εκκενώνει τη γη. Όταν η σκόνη κατακαθίσει, τι συμβαίνει με τους μισθούς και τα μισθώματα της γης; Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι και οι δύο μειώνονται κατά 10%, επιστρέφοντας τους ωρολογοποιούς στο κέρδος. Εναλλακτικά θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι τα ενοίκια θα πέσουν λιγότερο από τους μισθούς, επειδή η συρρίκνωση της ωρολογοποιίας απελευθερώνει περισσότερη εργασία από γη.

Και οι δύο απόψεις θα ήταν λάθος, διότι και οι δύο αγνοούν το τι συμβαίνει στην υπόλοιπη οικονομία. Συγκεκριμένα, οι τιμές του σιταριού δεν μειώνονται από την κατάργηση των δασμών στα ρολόγια. Έτσι, εάν οι μισθοί και τα ενοίκια μειωθούν, οι καλλιεργητές σιταριού θα αυξήσουν τα κέρδη τους και θα επεκταθούν. Εφόσον απαιτούν περισσότερη γη παρά εργασία, η επέκτασή τους ασκεί μεγαλύτερη ανοδική πίεση στα ενοίκια παρά στους μισθούς. Ταυτόχρονα, η συρρίκνωση της βιομηχανίας ρολογιών ασκεί μεγαλύτερες πιέσεις προς τα κάτω στους μισθούς παρά στα ενοίκια. Στην ώθηση και την έλξη μεταξύ των δύο παραγωγικών κλάδων, οι μισθοί μειώνονται δυσανάλογα – κατά περισσότερο από 10% – ενώ τα ενοίκια, παραδόξως, αυξάνονται λίγο.

Αυτός ο συνδυασμός ελαφρώς ακριβότερης γης και πολύ φθηνότερης εργασίας αποκαθιστά το modus vivendi μεταξύ των δύο κλάδων, αναστέλλοντας τη συρρίκνωση των ωρολογοποιών και την επέκταση των καλλιεργητών σιταριού. Επειδή οι παραγωγοί σιταριού χρειάζονται αναλογικά περισσότερη γη παρά εργατικό δυναμικό, τα ελαφρώς υψηλότερα ενοίκια τους αποθαρρύνουν τόσο έντονα όσο τους προσελκύουν οι χαμηλότεροι μισθοί. Ο συνδυασμός αποκαθιστά επίσης τα κέρδη των ωρολογοποιών, επειδή η πολύ φθηνότερη εργασία τους βοηθάει περισσότερο από ό,τι τους πλήττει η ελαφρώς ακριβότερη γη.

Το συμπέρασμα είναι ότι οι μισθοί μειώνονται περισσότερο από τις τιμές των ρολογιών και τα ενοίκια αυξάνονται. Συνεπώς, οι εργαζόμενοι είναι σε σαφώς χειρότερη μοίρα. Η ευελιξία τους δεν θα τους σώσει. Ούτε έχει σημασία το μίγμα ρολογιών και σιταριού που αγοράζουν.

Ο Stolper, ο Samuelson και οι διαδόχοι τους επέκτειναν στη συνέχεια το θεώρημα σε πιο περίπλοκες περιπτώσεις, αν και με κάποια απώλεια σαφήνειας. Μια δημοφιλής παραλλαγή είναι η διάσπαση της εργασίας σε δύο κατηγορίες, ειδικευμένους και ανειδίκευτους. Αυτό το είδος διάκρισης βοηθά να ρίξει φως σε αυτό που ο Stolper έγινε αργότερα μάρτυς στη Νιγηρία, όπου οι εξειδικευμένοι εργάτες ήταν εξαφανισμένοι. Με ένα δασμό 90%, η Kaduna Textile Mills είχε τη δυνατότητα να εκπαιδεύσει τοπικούς τεχνίτες και να προσλάβει τεχνικούς. Χωρίς αυτόν, η Νιγηρία πιθανότατα θα εισήγαγε κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα από το Lancashire. Επομένως, το ελεύθερο εμπόριο θα έβλαπτε τον ‘σπάνιο’ συντελεστή παραγωγής.

Στις πλούσιες χώρες, οι ειδικευμένοι εργαζόμενοι είναι άφθονοι σε σχέση με τα διεθνή δεδομένα και οι ανειδίκευτοι εργαζόμενοι είναι σπάνιοι. Καθώς η παγκοσμιοποίηση έχει προχωρήσει, οι εργαζόμενοι με υψηλό επίπεδο εξειδίκευσης απολαμβάνουν ταχύτερες μισθολογικές αυξήσεις από ό,τι οι λιγότερο εξειδικευμένοι εργαζόμενοι, πολλοί από τους οποίους βρίσκονται αντιμέτωποι με στάσιμες πραγματικές αποδοχές. Από την πλευρά του, αυτό το πρότυπο μισθοδοσίας είναι σύμφωνο με το θεώρημα Stolper-Samuelson. Η παγκοσμιοποίηση βλάπτει τον σχετικά σπάνιο ‘συντελεστή παραγωγής’ σε μία χώρα (ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό) και βοηθά αυτόν που βρίσκεται σε σχετική αφθονία (γή ή κεφάλαιο).

Αλλά αν κοιτάξει κανείς πιο προσεκτικά κάποια κρίσιμα ερωτήματα παραμένουν. Το θεώρημα δεν είναι σε θέση να εξηγήσει γιατί οι εξειδικευμένοι εργαζόμενοι ευημερούν ακόμη και στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου δεν είναι άφθονοι. Η παραδοχή ότι κάθε χώρα παράγει τα πάντα – και ρολόγια και σιτάρι – μπορεί επίσης να υπερτονίζει τους κινδύνους του εμπορίου. Στην πραγματικότητα, οι χώρες θα εισάγουν ορισμένα πράγματα που δεν παράγουν πλέον και άλλα που δεν παρήγαγαν ποτέ. Οι εισαγωγές δεν μπορούν να βλάψουν μια τοπική βιομηχανία που δεν υπήρξε ποτέ (ούτε να βλάψει μια βιομηχανία που είναι ήδη νεκρή).

Μερικές από τις άλλες παραδοχές του θεωρήματος είναι επίσης αμφισβητήσιμες. Η παραδοχή ότι οι εργαζόμενοι θα μετακινηθούν από έναν παραγωγικό κλάδο σε έναν άλλο μπορεί να αποκρύπτει την πραγματική πηγή της δυσκολίας των μετακινήσεων των εργαζομένων από κλάδο σε κλάδο. Οι κινεζικές εισαγωγές δεν έχουν οδηγήσει τους Αμερικανούς εργαζομένους σε βιομηχανίες που απαιτούν λιγότερη εργασία. Τους έχουν αποκόψει εντελώς από το εργατικό δυναμικό, σύμφωνα με τον David Autor του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) και τους συν-συγγραφείς του. Το «σοκ της Κίνας», επισημαίνουν, επικεντρώθηκε σε μερικές γεωγραφικές περιοχές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες παραγωγής, από τις οποίες οι εργαζόμενοι δεν ήταν εύκολο να ξεφύγουν. Χάρη στην παγκοσμιοποίηση, τα αγαθά κινούνται τώρα πιο εύκολα μεταξύ των συνόρων. Αλλά οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να μετακινούνται εύκολα ακόμη και μέσα στα ίδια τα σύνορα.

Παραγωγοί Αλήθειας

Η αναγνώριση της αξίας του θεωρήματος Stolper-Samuelson δεν ήταν ούτε στιγμιαία ούτε καθολική. Το αρχικό κείμενο απορρίφθηκε από την Αμερικανική Οικονομική Επιθεώρηση (American Economic Review), της οποίας οι συντάκτες τo χαρακτήρισαν ως ‘μια πολύ στενή μελέτη στην επίσημη θεωρία’. Ακόμη και το εγχειρίδιο οικονομικών του Samuelson χειρίστηκε με προσοχή την πρόταση. Αφού αναγνώρισε ότι το ελεύθερο εμπόριο θα μπορούσε να αφήσει τους Αμερικανούς εργαζόμενους σε χειρότερη θέση, πρόσθεσε μια προειδοποίηση: ‘Παρόλο που η παραδοχή αυτή είναι μία μικρή θεωρητική πιθανότητα, οι περισσότεροι οικονομολόγοι εξακολουθούν να έχουν την τάση να πιστεύουν ότι ο σπόρος της αλήθειας της αντισταθμίζεται από άλλες πιο ρεαλιστικές εκτιμήσεις’. έγραψε.

Τι σκέφτηκε ο ίδιος ο Stolper; Ένας βετεράνος της οικονομικής πρακτικής καθώς και των αρχών της οικονομικής, δεν ήταν σκλάβος του φορμαλισμού ή τυφλός στις ‘ρεαλιστικές εκτιμήσεις’. Πράγματι, στη Νιγηρία, ο Stolper ανακάλυψε ότι θα μπορούσε να ‘αναστείλει τη θεωρία’ πιο εύκολα από ορισμένους πολιτικά συνειδητοποιημένους συναδέλφους του (ίσως επειδή η θεωρία γράφτηκε από αυτόν).

Ήταν όμως βέβαιος ότι η εργασία του αυτή άξιζε τον κόπο. Είπε ότι θα έδινε το αριστερό του μάτι προκειμένου να παράγει μία ακόμη σαν αυτή. Με την 50η επέτειο της δημοσίευσης της εργασίας τους, είχε πράγματι χάσει τη χρήση αυτού του ματιού, τόνισε με νοσταλγία. Η άλλη πλευρά της ανταλλαγής έμεινε εντούτοις ανεκπλήρωτη: ποτέ δεν έγραψε άλλη μια τόσο καλή εργασία. Άλλωστε δεν είναι και πολλοί εκείνοι οι οποίοι έχουν κατορθώσει κάτι τέτοιο.

_______________________________

Βλ. Stolper, W.F. and Samuelson, P.A. (1941), «Protection and Real Wages», The Review of Economics Studies, 9 (1), pp. 58-73.

Σύνδεσμος στο αρχικό άρθρο στο περιοδικό The Economist

Σύνδεσμος στο δημοσιευμένο άρθρο των Stolper και Samuelson

Advertisement